- κάρχαρος
- κάρχαρος, -ον, θηλ. και καρχάρα (Α)1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρονμε σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε θ. *khar- και συνδέεται με αρχ. ινδ. khara «σκληρός, κοφτερός» και περσ. xār(ā) «αγκάθι», «βράχος». Ο τ. σχηματίζεται με εκφραστικό αναδιπλασιασμό τού θ. *khar- (kharkhar), που υπέστη προληπτική ανομοίωση (τροπή τού πρώτου δασέος [-kh-] στο αντίστοιχο ψιλό [-k-]). Ο τ. συνδέεται επίσης με ελλ. κάρκαροιτραχεῖς. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η λ. σχηματίζεται κατ' απόσπαση από την σύνθετη λ. τού Ομήρου καρχαρόδοντες.ΠΑΡ. καρχαρίαςαρχ.καρχαρέος.ΣΥΝΘ. καρχαρόδουςαρχ.καρχαρόδους].
Dictionary of Greek. 2013.